Σελίδες

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2023

Σκέψεις (3)

 

Είναι ακόμα ελεύθερη η Γη

για τους μοναχικούς

κι ας βελάζει το Τέρας στα τείχη.

Είναι ο Θάνατος

για τους πολλούς

και μένουν μονάχα οι λίγοι.

Σκέψεις (2)

 

Δίχως μυαλό

Δίχως ψυχή

Δίχως καρδιά

Κοιτώ μέσα στα μάτια σου.

Δεν φταις εσύ αγάπη μου,

φταίω μονάχα εγώ

και η μοναξιά μου.

Σκέψεις (1)

 

Οι Νεκροί δεν ξεχνούν τις υποσχέσεις τους

είναι γραμμένες πάνω στα κόκκαλά τους

κυλάνε στο χώμα που τους αγκαλιάζει

ποτίζουν τα ψηλά κυπαρίσσια

και βγαίνουν από τα φύλλα τους

που ψιθυρίζουν σε κάθε φύσημα του αέρα…

Εσύ και οι άλλοι

 

Σε ρωτάω αν θυμάσαι του κόσμου την φρίκη

καθώς μια ομίχλη την πόλη σκεπάζει

είναι ατελείωτη της αλυσίδας οι κρίκοι

κι εσύ συνεχίζεις να μου λες δεν πειράζει.

 

Σας ρωτάω αν μπορεί κανείς σας να ξέρει

πόσο ακόμα θα αντέξω

η ζωή σας αν κάτι προσφέρει

τότε να βγω κι εγώ για να παίξω.

 

Μένω μονάχος μες στο κρύο

κι εσείς ποιο πέρα τραγουδάτε

καθώς πλησιάζει το λεωφορείο

σας φωνάζω ‘’για πού πάτε;’’

 

Σου μιλάω και σου λέω δώσ΄ μου λίγη χαρά

εσύ και οι άλλοι μ’ έχετε βάλει στη μέση

κάντε μου χώρο για να πάω μπροστά

δεν ζητάω πολλά μόνο μαζί σας μια θέση.

 

Σέρνομαι, χάνομαι μόνος μου πάω

κανένας δεν είναι εδώ να με οδηγεί

σε πέτρες σε θάλασσες όπου κι αν πάω χτυπάω

μ’ αυτό το λεωφορείο ψάχνω την αυγή.

Φέρετρο

 

Σιωπηλή η φυγή

το ταξίδι όμως δεν πραγματοποιήθηκε

γιατί τον πρόλαβε ο θάνατος.

Έξω αιώνια άνοιξη

και οι γυναίκες

σφουγγάρια βαριά που στάζουν δάκρια,

τα ακαταπόνητα και πληκτικά αηδόνια.

Είναι το φέρετρο ανοιχτό;

 

Υπάρχει μορφή σαν μελωδία

με μαλλιά σαν του κοράκου

και οι νότες βγαίνουν και πέφτουν

σαν σταγόνες στη σιωπή.

Είναι η χαδιάρικη φωνή των σειρήνων

που τραγουδάνε

Μοναξιά μοναξιά

είσαι η ποιο γλυκιά παρέα.

 

Και ο ύπνος είναι όμορφος

σαν τον θάνατο στα παραμύθια.

Όπου κι αν πάω

 

Περπατάω στα σοκάκια της ψυχής μου

ψάχνω για σένα το φως της ζωής μου.

Είναι ατελείωτος, μοναχικός αυτός ο δρόμος

ψάχνω το τέλος του πριν τελειώσει ο χρόνος

 

Έχεις στα χέρια σου το δικό μου το αίμα

με κοιτάνε τα μάτια σου μ’ ένα παράξενο βλέμμα.

Κάθομαι μετράω τα ατελείωτα λάθη

και χάνεται η καρδιά μου στης ψυχής μου τα βάθη.

 

Όπου κι αν πάω

Σαν πληγή με πονάω

Μόνος μιλάω

Μόνος πολεμάω.

 

Απλωμένη παντού μια ψυχοφθόρα σιωπή

ο εαυτός μου δε θέλει, μα ακολουθεί τη φυγή

Ο χρόνος περνάει μού τελειώνει η ζωή

κρατάω για σένα την τελευταία πνοή.

Φόνος

 

Αίμα στα χέρια σου

Αίμα παντού

Στον τοίχο, στο πάτωμα

Στο πτώμα του νεκρού.

 

Φόνος η πράξη σου

Φόνος ο ίδιος

Γράμμα θανάτου

Σαν πέφτει ο ήλιος.

 

Ορμάνε οι μπάτσοι

Να πιάσουν εσένα

Σε ψάχνουν στο σπίτι

Μα δεν βρίσκουν κανένα.

 

Είσαι κρυμμένος

Μακριά από κείνους

Κι η νύχτα είναι άγρια

Σαν τις τρίχες του Κτήνους.

 

Κοιτάζεις το πάτωμα

Και βλέπεις το πτώμα

Το παίρνεις στους ώμους σου

Και το θάβεις στο χώμα.

 

Περπατάς μες στους δρόμους

Με σκυμμένο κεφάλι

Και ψάχνεις τριγύρω σου

Για ένα θύμα και πάλι. 

Τα τελευταία λεπτά

 

Κυλάει το αίμα λίγο λίγο

Χτυπούν οι σταγόνες ρυθμικά

Πετάει το ξυράφι απ’ το χέρι

Και περιμένει τον Θάνατο καρτερικά.

 

Αίμα το πάτωμα γεμάτο

Κι αυτός γελάει ειρωνικά

νιώθει τον πόνο σαν λουλούδι

Που τον χαϊδεύει στοργικά.

 

Περνάνε σαν εικόνες οι αναμνήσεις

Μες την καρδιά του τον χτυπούν

Στα μάγουλα κυλάνε δυο σταγόνες

Μα ξέρει πως όλοι τον μισούν.

 

Νιώθει τον Θάνατο κοντά του

Σαν να τον αγκαλιάζουν δυο παιδιά

Βλέπει τα πρόσωπα στον τοίχο

Και προσπαθεί να φύγει μακριά.

 

Βλέπει το σώμα του να λιώνει

Και πολεμάει ηρωικά

Προσπαθεί το Θάνατο να διώξει

Μα στο τέλος ο Θάνατος νικά.

Στιγμές

 

Έρχονται κάποιες στιγμές που λες:  «Μα καλά τόσο μόνος είμαι; δεν υπάρχει κανένας εκεί έξω που να με σκέφτεται έστω και λίγο; Δεν υπάρχει κάποιος που να θέλει να δει πώς είμαι; Να μου στείλει ένα μήνυμα; Να δει αν ζω, αν υπάρχω;»

 Και έρχονται και κάποιες στιγμές που λες: « Αφήστε με. Θέλω να είμαι μόνος μου. Να ζω χωρίς να ζω. Να μην υπάρχω για κανέναν»

Δεν ξέρω… Το πρώτο πονάει πιο πολύ μάλλον…

Αλλά και το άλλο καμία φορά γλυκό είναι…

Καληνύχτα…

Το ταξίδι

 

Χτυπάει το σώμα μου ο Βοριάς

και η βροχή απ’ το πρόσωπό μου στάζει

στέλνω χαιρετίσματα της μοναξιάς

κι αυτή έρχεται και μ’ αγκαλιάζει.

 

Τρέχω κι ανοίγω της καρδιάς μου την πόρτα

μα το μόνο που βλέπω είναι το ξερό χορτάρι

κλείνω τα μάτια μου και ξεκινάω τη βόλτα

αρχίζω να ψάχνω για να βρω το φεγγάρι.

 

Στα χέρια μου κρατάω σφιχτά ένα βιβλίο

χαρά έχω για μένα πάντα τη σιωπή μου

στους δρόμους έβγαλα κάποιο σχολείο

στους δρόμους έμεινε για πάντα η ψυχή μου.

 

Στα μάτια σου μέσα κοιτώ για να μάθω

της αγάπη σου τους λίγους σου στίχους

και νιώθω να ζω σαν μέσα σε τάφο

γιατί δεν κοίταξα εκεί ψηλά στους τοίχους.

 

Στους τόπους που πάω παντού θα κοιτάζω

θα είναι για φίλος μου μονάχα ο χρόνος

στους τόπους που έρχονται εγώ θα διαβάζω

θα έχω τους στίχους σου δεν θα 'μαι πια μόνος

Σε Σένα

 

Όταν κοιτάς τον ουρανό

και βλέπεις όνειρα παλιά κλαίω Αγάπη μου…

Μ’ ένα τριαντάφυλλο στα χέρια

και τα φτερά μου ανοιχτά

πετάω σε άγνωστες ερημιές.

Και μετράω τους τάφους

και σωπαίνω…

Βλέπω στα όνειρά μου

κήπους

που τίποτα δεν ζει

και που κανένας δεν τους βλέπει

εκτός απ’ την σιωπή μου.

Πόσο κουρασμένος νιώθω…

Τα μάτια μου απομείνανε

δυο πύργοι γυάλινοι, ακατοίκητοι

και μέσα τους γυρνούν αδέσποτες

οι σκιές του παρελθόντος.

Είναι οι σκιές

αυτών που πέρασαν

που μου λένε… ησύχασε

γιατί έχεις ξεχάσει

πώς να περπατάς

και τα φτερά σου

είναι μικρά και δεν αντέχουν.

Και έχω ξεχάσει να μιλώ

γιατί έχω μόνο

τα σύννεφα για φίλους…

Μοναξιά

 

Κοιτούσα μόνος μου τ’ αστέρια εκείνο το βράδυ

και η ζωή απ’ τα μάτια μου είχε πια σβήσει

γύρω μου όμορφη, παράξενη η μαύρη φύση

κι εγώ τραγούδαγα ψιθυριστά μες στο σκοτάδι.

 

Είχα το βάθος του κόσμου στα πόδια μπροστά μου

να με χτυπούν τα κύματα, του ωκεανού η γραμμή

φοβόμουν και με πόνο βγαίνουν απ’ το στήθος μου λυγμοί

ξαπλωμένος επάνω στην καυτή αγκαλιά της άμμου.

 

Έλα ξεχασμένε θάνατε

είσαι μόνος το ξέρω, το ίδιο κι εγώ

έλα αγκαλιά να πιαστούμε

ένα να γίνουμε εσύ κι εγώ.

 

Ξημέρωσε και η ώρα περνάει, κοντεύει μεσημέρι

κυλάει αργά απ’ τα μάτια μου ένα δάκρυ

ακόμα κάθομαι εκεί στου κόσμου την άκρη

περνάει από ψηλά μονάχο του ένα νεκρό περιστέρι.

 

Με αγωνία περιμένω να 'ρθει η ώρα πια να σκοτεινιάσει

να τραγουδήσω λόγια που έχουν κάποιοι παράξενοι μύθοι

λόγια που μιλούν για κάποια άγνωστη λήθη

να διώξω τον φόβο μου που στην ψυχή μου έχει φωλιάσει…

Αντίο

 

Την είδες έπειτα από μήνες

ήταν σα να μην πέρασε στιγμή

έμοιαζαν τα μάτια της με λίμνες

και δώσατε το τελευταίο σας φιλί.

 

Είπες θα φύγεις μακριά

κι εκείνη έκλαψε για λίγο

μα πριν ακόμα φτάσεις στη γωνιά

σε ξέχασε και είπε “Εγώ θα μείνω”.

 

Απομακρύνεσαι

και νιώθεις την ανάσα σου ψυχρή

με μια παράξενη ομίχλη ντύνεσαι

και ετοιμάζεις τη μεγάλη σου φυγή.

 

Το γκάζι στα 130

λίγοι αυτοί που σε λυπούνται

οι φίλοι στήσανε ανδριάντα

και πάψαν πια να σε θυμούνται.

 

Ένα λουλούδι τώρα ξέρει

που τα δάκρυά σου το ποτίζουν

πως ακόμα η ψυχή σου εκείνη θέλει

μόνο δυο μέτρα χώμα σας χωρίζουν.