Σελίδες

Τρίτη 6 Ιουνίου 2023

Κανείς Δεν Ρώτησε

Κάτι έχω πάθει και φοβάμαι τον εαυτό μου

ο κάθε ήχος μου, ταράζει το μυαλό μου

κάτι έχω πάθει και φοβάμαι να κοιτάξω

κανείς δε ρώτησε αν θέλω να υπάρξω.

 

Μες στις τάξεις του κόσμου τα σκουπίδια βρωμάνε

μαθητάδες, δασκάλοι στον εαυτό τους μιλάνε

οι αφέντες της χώρας τη σημαία κρατούνε

μα το βράδυ σαν έρθει κρυφά την πετούνε.

 

Εεεε Μητέρα…

γιατί δε ρώτησες αν θέλω να υπάρξω…

 

Δε θυμάται κανείς ότι υπάρχω κι εγώ

μες στους δρόμους της πόλης ένα σκουλήκι μικρό

τριγυρνάω εκεί μέσα σαν Χριστιανός Μοναχός

απ’ τα μπαλκόνια φωνάζουν… ‘‘Σβήσε το φως’’

 

Εεεε Μητέρα…

γιατί δε ρώτησες αν θέλω να υπάρξω…


Αν δεν με βοηθήσεις θα πέσω

 Είναι το φως θολό και δε βλέπω

Κάτι φωνές λερώνουν τη ζωή

Τα σύννεφα ονειρεύονται να γίνουν καταρράχτες

Και είναι η μορφή σου φτιαγμένη από βροχή.

 

Είχα καθήκον να κάνω κι εγώ

Και φοβάμαι μην προσέξεις πως κλαίω

Είναι τα σχέδια του κόσμου πολλά

Μα πάντα μ' άρεσε ιστορίες να λέω.

 

Είναι η αγάπη βαριά

Κι αν δε με βοηθήσεις θα πέσω

Οι ώρες περνούν και ξανάρχονται

Την καρδιά μου έχω ανάγκη να δέσω.

 

Με τα μάτια μου ανοιχτά ονειρεύομαι

Κι ακούω τις κραυγές και τα γέλια τους

Είναι οι στιγμές μου ατελείωτες

Νιώθω στον λαιμό μου τα χέρια τους.

 

Είναι η αγάπη βαριά

Κι αν δε με βοηθήσεις θα πέσω

Οι ώρες περνούν και ξανάρχονται

Την καρδιά μου έχω ανάγκη να δέσω

Σκέψεις (4)

 

Τις κρύες νύχτες αυτές που τραγουδούν τα Κοράκια

και τρέχουν τα σύννεφα σαν να τα κυνηγούν,

τις νύχτες αυτές φοβάμαι.

Κάποιος με τραβάει στο χώμα, στην κρύα αγκαλιά του.

Φοβάμαι μα θέλω να πάω μαζί του…

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2023

Σκέψεις (3)

 

Είναι ακόμα ελεύθερη η Γη

για τους μοναχικούς

κι ας βελάζει το Τέρας στα τείχη.

Είναι ο Θάνατος

για τους πολλούς

και μένουν μονάχα οι λίγοι.

Σκέψεις (2)

 

Δίχως μυαλό

Δίχως ψυχή

Δίχως καρδιά

Κοιτώ μέσα στα μάτια σου.

Δεν φταις εσύ αγάπη μου,

φταίω μονάχα εγώ

και η μοναξιά μου.

Σκέψεις (1)

 

Οι Νεκροί δεν ξεχνούν τις υποσχέσεις τους

είναι γραμμένες πάνω στα κόκκαλά τους

κυλάνε στο χώμα που τους αγκαλιάζει

ποτίζουν τα ψηλά κυπαρίσσια

και βγαίνουν από τα φύλλα τους

που ψιθυρίζουν σε κάθε φύσημα του αέρα…

Εσύ και οι άλλοι

 

Σε ρωτάω αν θυμάσαι του κόσμου την φρίκη

καθώς μια ομίχλη την πόλη σκεπάζει

είναι ατελείωτη της αλυσίδας οι κρίκοι

κι εσύ συνεχίζεις να μου λες δεν πειράζει.

 

Σας ρωτάω αν μπορεί κανείς σας να ξέρει

πόσο ακόμα θα αντέξω

η ζωή σας αν κάτι προσφέρει

τότε να βγω κι εγώ για να παίξω.

 

Μένω μονάχος μες στο κρύο

κι εσείς ποιο πέρα τραγουδάτε

καθώς πλησιάζει το λεωφορείο

σας φωνάζω ‘’για πού πάτε;’’

 

Σου μιλάω και σου λέω δώσ΄ μου λίγη χαρά

εσύ και οι άλλοι μ’ έχετε βάλει στη μέση

κάντε μου χώρο για να πάω μπροστά

δεν ζητάω πολλά μόνο μαζί σας μια θέση.

 

Σέρνομαι, χάνομαι μόνος μου πάω

κανένας δεν είναι εδώ να με οδηγεί

σε πέτρες σε θάλασσες όπου κι αν πάω χτυπάω

μ’ αυτό το λεωφορείο ψάχνω την αυγή.